Ας φέρουμε παιδιά σε αυτό τον κόσμο για να δουν τα ηλιοβασιλέματα, να πιουν τα κρασιά των αμπελιών, να κλάψουν με τη δυστυχία μας.

Θέλετε να μιλήσουμε για τις κατολισθήσεις μας;

Για ναυάγια ανείπωτης ομορφιάς, ευλογημένα με σιωπή;

Μην ανησυχείτε, το οξυγόνο στην κόλαση είναι αρκετό.

Οι ζώνες ασφαλείας συγκρατούν τις καρδιές σας για να μην πέσουν κάτω και τις ποδοπατήσετε από λάθος ή κι επίτηδες.

Μόλις απομακρυνθήκαμε από τη ζωή, οι επιβάτες που επιθυμούν αναβάθμιση θέσης να φορέσουν τα σωσίβιά τους.

Προς συνείδηση

Σε προσωρινές πατρίδες θέλω να επιστρέφω

Με προσωρινές γλώσσες και σημαίες

Σε προσωρινούς περιπάτους να εξαντλούνται

Οι προσωρινές μου σκέψεις

Α γνώριμο

Σε ξένα σπίτια θέλω να μένω

Σε ξένα κρεβάτια να κοιμάμαι

Πάνω σε ξένα σεντόνια

Σε ξένους καθρέφτες να κοιτάζω

Το ίδιο

Γνώριμο πρόσωπο

Η ζωή τι είναι η ζωή πού να ξέρω

Μια-δυο θάλασσες

Εγκατάλειψη κι ευχαριστώ

Χίλιες συγγνώμες

Ο ήλιος που θαμπώνει

Η αίσθηση ότι τα πάντα είναι πιθανά και τίποτα ταυτόχρονα όλα να συμβαίνουν

Η ζωή τι είναι η ζωή τα πάθη τι είναι κακοποίηση

Ποίηση η ζωή, είναι ποίηση

Αναζητώντας το χαμένο χρόνο η ζωή χάνοντας την αναζήτηση

Αναστεναγμός μοναξιά τι είναι

Δυο πόδια δυο χέρια, ορθοστασία

Δυο μάτια δυο ρουθούνια

Δυο αυτιά να ακούμε

Διάρκεια

Από το ένα μέχρι το εκατό πόσο

πόλεμος

Έξω και πάλι σιώπησα. Εμβρόντητος, κατώτερος των περιστάσεων. Άσπρα πορτοκαλί όνειρα σβησμένα στην άσφαλτο μισοτελειωμένα ένα παπούτσι τα πάτησε όχι το δικό σου. Μπόρεσα ένα βουνό αλλά δεν κατάφερα τη θάλασσα. Σκύβω πιο κάτω από τους ίσκιους με φοβίζει ο ήλιος με φοβάται η Δύση κι η Ανατολή. Δεν υπάρχει ξενιτιά χωρίς πατρίδα. Τι απόμεινες και τι θα ξεμείνω. Ανάπαυση του πυρός. Προσεύχομαι και για σένα που δεν το ξέρεις. Θα ανταμώσουμε λένε χρόνια πριν τότε που θα ήμασταν χαρούμενοι. Τώρα σε κοιμίζω σε ένα νησί, είσαι ο άνεμος χωρίς εφιάλτες.

Τρεις εποχές ποτάμια δάκρυα ρέουν

Τα καλοκαίρια σφουγγαρίζουμε τη θάλασσα

προβολέας

Ψοφάγαμε να μάθουμε πώς αυτός εκείνο, πώς έτσι ο άλλος, τα συμπεράσματα δικά σας. Κλέβαμε τη σειρά των προηγούμενων, λέγαμε ψέματα στους επόμενους, δεν κοιτούσαμε στα μάτια.

Και ντάξει μέχρι εδώ, ΟΚ, αλλά ο προβολέας δεν έπρεπε να μας φωτίσει. Αυτό ήταν που μας αλλοίωσε, το κομβικό σημείο που λέμε, το δίχως άλλο. Μια χαρά μαλάκες ήμασταν πριν τον προβολέα, συνεπείς, προβληματικοί, περιθωριακοί, μια χαρά. Ο προβολέας όμως το γάμησε, γιατί έδωσε το βήμα, ανέδειξε το βλακώδες πρόσωπό μας, τι θεωρίες μας, τα λογικά σφάλματα, τα αβάσιμα συμπεράσματά μας για το πώς αυτός εκείνο, πώς έτσι ο άλλος.

Να γραφτούν μερικές αλήθειες θέλω.

Ότι σφίγγαμε τα δόντια κι ότι τα μάτια μας ήτανε υγρά. Να γραφτεί κι ότι κλαίγαμε και δεν σκουπίζαμε τα δάκρυά μας. Ότι μπλέκαμε τα δάχτυλα στο πλάι του παντελονιού και πονούσαν και μετά τα ξαναμπλέκαμε. Ότι κοιτάζαμε με βλέμματα κενά θέλω να γραφτεί και ότι μουρμουρίζαμε στο δρόμο μόνοι μας. Ότι την ευγένεια των τυχαίων περαστικών τη λέγαμε παράδεισο.

Να γραφτούν μερικές αλήθειες θέλω.

Να γραφτεί θέλω, ότι δεν τα καταφέρνουμε κάποιες φορές.

Ήταν αυτό το καλοκαίρι

Ήταν αυτό το καλοκαίρι, που ρουφήξαμε τη ζωή τόσο απότομα ώστε μούδιασε ο εγκέφαλος και δεν έμεινε τίποτα άλλο να περιμένουμε ύστερα, σε μια πόλη που εκδικείται τους ευτυχισμένους. Χρόνια μετά θα μετανιώναμε για αυτήν την ευλογία, που δείχνει τα δόντια της κάθε φορά που χαμογελά η μνήμη.